κογχυλευτής

κογχυλευτής
κογχῠλ-ευτής, οῦ, ,
A murex-fisher, Just.Nov.38.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κογχυλευτής — κογχυλευτής, ὁ (Α) αυτός που αλιεύει κοχύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλη, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κογχυλ εύω] …   Dictionary of Greek

  • κογχυλευταί — κογχυλευτής murex fisher masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κογχυλευτικός — κογχυλευτικός, ή, όν (AM) [κογχυλευτής] 1. αυτός που ανήκει στην αλιεία κοχυλιών ή είναι κατάλληλος γι αυτήν 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κογχυλευτική η τέχνη τής αλιείας κοχυλιών …   Dictionary of Greek

  • κογχυλιευτής — κογχυλιευτής, ὁ (Α) [κογχύλιον] κογχυλευτής* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”